μαννοφόρος

μαννοφόρος
(I)
μαννοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φορά περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάννος «περιδέραιο» + -φόρος*].
————————
(II)
μαννοφόρος, -ον (Μ)
αυτός που περιέχει μάννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (III) + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαννοφόρον — μαννοφόρος wearing a collar masc/fem acc sg μαννοφόρος wearing a collar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαννοφόρως — μαννοφόρος wearing a collar adverbial μαννοφόρος wearing a collar masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαννοφόρους — μαννοφόρος wearing a collar masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • μαννοφορώ — μαννοφορῶ, έω (Μ) [μαννοφόρος] περιέχω μάννα («μαννοφορεῑ ἡ κιβωτός», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”